Η θλίψη και η οργή- Χόρχε Μπουκάι

Σ΄ ένα μαγεμένο βασίλειο όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν, ή ίσως όπου οι άνθρωποι μεταφέρονται αδιάκοπα χωρίς να το καταλαβαίνουν …

Σ΄ ένα βασίλειο μαγεμένο όπου τα αφηρημένα πράγματα γίνονται χειροπιαστά …
΄Ηταν μια φορά κι έναν καιρό…

μια πανέμορφη λίμνη.
΄Ηταν μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων, κι όπου όλες οι αποχρώσεις του πράσινου λαμπύριζαν διαρκώς…

Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα.
Κι οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και, γυμνές, μπήκαν στη λίμνη.
Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα, κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό …
Αλλά η οργή είναι τυφλή – ή, τέλος πάντων, δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. ΄Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό, το πρώτο ρούχο που βρήκε…
Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι το δικό της αλλά της θλίψης…
Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.


Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και – χωρίς καμιά βιασύνη – ή, καλύτερα, χωρίς συναίσθηση του χρόνου που περνάει, τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.
Στην αρχή συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν πια εκεί.
΄Όπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει καθόλου στη θλίψη, είναι να μένει γυμνή. ΄Ετσι φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: το φόρεμα της οργής. 


Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή, θυμωμένη. Αλλά αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε είναι μόνο μια μεταμφίεση, κι ότι πίσω από την όψη της οργής, στην πραγματικότητα, κρύβεται η θλίψη.

* Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, Ιστορίες να σκεφτείς, εκδόσεις Opera

Στο νυν να περάσω που είναι η λεωφόρος του αεί- Μάρω Βαμβουνάκη

Μένω εδώ ζώντας τις μέρες μου, παραδομένος στη ροή τους και γνωρίζοντας πως η μια μέρα είναι για να κυοφορήσει την επόμενη και δεν γίνεται να υπερπηδήσεις τον καιρό χωρίς να πέσεις σε κενό σκοτάδι.

Οι προθεσμίες που βάζουμε είναι για ανακούφιση παραπλανητική κι η πλήρωση, η συντέλεια, γίνεται, δεν αποφασίζεται. Θέλω να βυθιστώ εκεί που τραβάει το κατακόρυφο λαγούμι του τώρα, στο νυν να περάσω που είναι η λεωφόρος του αεί. Εγώ δεν έχω παρά να κάνω καλά τη δουλειά του σήμερα και να υπομονεύω. Να ακούω το “πνεύμα του ανέμου να φυσά χωρίς να ξέρω από πού έρχεται και πού πάει”. Όμως να μάθω ν΄ ακούω τα σημάδια από το πέρασμά του.

Έτσι ζω κι έτσι γίνομαι.

Στο εδώ είναι το παντού και στο καθετί τα πάντα.


Είμαι ήσυχος και κίνδυνο δεν έχω. Γιατί τον πόνο και τη χαρά αρχίζω να τη δέχομαι με την ίδια ευγνωμοσύνη, το μικρό και το μεγάλο με την ίδια έκπληξη κι όλα τα πλάσματα ν’ αποδέχομαι με τον ίδιο σεβασμό, ακόμα κι εμένα.


Το τίποτα και το όλα αρχίζω να κοιτώ σαν όψεις του ίδιου νομίσματος που δίχως τη μιαν όψη είναι κίβδηλο. Η ζωή είναι ασύλληπτη με το νου, είναι ακαθόριστη σαν άπειρο. Όλα τα περιέχει όλα χωρούν κι όλα γίνονται κι εγώ δεν νιώθω πια ανυπεράσπιστος μπροστά σ΄ αυτά τα όλα γιατί η καρδιά μου αρχίζει να εμπιστεύεται μια δικαιοσύνη πίσω από σκοτάδια που σχέση δεν έχει μ΄ αυτή τη δικαιοσύνη που επικαλούμαστε στα δικά μας δικαστήρια.

* Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη, Η μοναξιά είναι από χώμα, εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ

Η Ταύτιση είναι Σκλαβιά- Elio D’Anna

Ταύτιση σημαίνει να ενωθείς με κάτι τόσο απόλυτα, ώστε να λιώσεις μέσα του και να πάψεις πλέον να υπάρχεις αυτοτελώς.

Ένας άνθρωπος μπορεί να ταυτίσει τον εαυτό του με μια ιδέα, ένα δυσάρεστο συναίσθημα, ή και με κάποιο πρόσωπο, παύοντας έτσι να υπάρχει πλέον ως προσωπικότητα – ως ακέραια ύπαρξη, και να γίνει μέρος κάποιας άλλης οντότητας.

Να θυμάσαι! Καταλήγεις να γίνεσαι αυτό με το οποίο ταυτίζεσαι. Αν διαπιστώνεις ότι βρίσκεσαι σε μια κατάσταση περιορισμών, φτώχειας ή αποτυχίας, τότε ασυνείδητα και μυστικά λατρεύεις και ταυτίζεσαι μ’ αυτές τις καταστάσεις.

Όταν σου γεννώνται αισθήματα απόγνωσης και θλίψης, μην απελπίζεσαι – μείνε σταθερός – παρατήρησέ τα χωρίς να ταυτίζεσαι μαζί τους, – πάρε βαθιές ανάσες – επίμενε στην αυτό-μεταμόρφωσή σου, και θα μπορέσεις να εισχωρήσεις στην Αιωνιότητα.

* απόσπασμα από το βιβλίο του Elio D’Anna “Η Τεχνολογία του Dreamer”, εκδόσεις Ελφίλ

Το άλλο φως- Τάσος Φάλκος

Ονειρευόμουν ένα φως
που θα βυθίζεται βαθιά
στων σπλάχνων τη σιωπή
θα καταυγάζει τις πηγές της θλίψης
κι έπειτα θ’ ανεβαίνει σοβαρό
θ’ ανοίγει διάπλατα τις πόρτες
κι η νύχτα θ’ αγριεύει
άγρια θηρία θα πισωπατούν
δείχνοντας δόντια στραφτερά
Κι εκείνο θα βαδίζει αργά
με τον ρυθμό του πεπρωμένου
ώσπου να φτάσει εκεί στο κέντρο
εκεί που κρίνονται τα πάντα
φωτίζονται κι εξαργυρώνονται
ή χάνονται κάτω απ’ το βάρος
του φοβερού φωτός

* Σχεδιάσματα με φως, εκδ. Ζήτρος, 2005

Κώστας Μόντης- Μια εικόνα Παναγιάς κι ο Ιησούς

Απ᾽ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε
απ᾽ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.
 
 
*η εικόνα είναι λεπτομέρεια του προσώπου της Θεοτόκου, από τη σπάνια βυζαντινή εικόνα της Παναγίας Αγιοσορίτισσας

Μέρες Επιταφίου- Νίκος Γκάτσος

Μεγάλη Δευτέρα

Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα

ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.

Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου

που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του.

Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου

στην πύλη του παράδεισου στο φρέαρ της αβύσσου.

Μεγάλη Τρίτη

Κάτω απ’ τα λάβαρα της Ρώμης

στην τέντα της Μαγδαληνής

εσύ πατέρας της συγγνώμης

κι εμείς παιδιά της ηδονής.

Βραχνή ακούστηκε η κραυγή

στα καπηλειά της πολιτείας

εσύ αμνίον για σφαγή

κι εμείς κριοί της αμαρτίας.

Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι

ούτ’ ο καιρός που ειν΄ εγγύς

εσύ στων ουρανών τα πλάτη

κι εμείς παρείσακτοι της γης.


Μεγάλη Τετάρτη

Τετάρτη των τεφρών και των παθών

ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.

Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων

ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.

Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές

ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.

Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες

σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.

Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.

Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές

να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη

και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι.


Μεγάλη Πέμπτη

Αυτός που κρέμασε τον ήλιο

στο μεσοδόκι τ’ ουρανού

κρέμεται σήμερα σε ξύλο

ίλεως Κύριε γενού!

Και στ’ ασπαλάθια της ερήμου

μια μάνα φώναξε: «παιδί μου»!

Με του Απριλιού τ’ αρχαία μάγια

με των δαιμόνων το φιλί

μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια

μπήκε κοράκι στην αυλή.

Κι όλα τ‘ αγρίμια στο λαγκάδι

πήραν το δρόμο για τον Άδη.

Θα ξανασπείρει καλοκαίρια

στην άγρια παγωνιά του νου

αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια

στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.

Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι

θα γεννηθούμε τότε πάλι.

Μεγάλη Παρασκευή

Βαριά τα βήματά μου σέρνω

στο φως της μέρας το θαμπό

κρίνα της άνοιξης σου φέρνω

και στο σταυρό σου τ’ ακουμπώ

φίλε δακρυοπότιστε

των πρωτίστων πρώτιστε.

των πρωτίστων πρώτιστε.

Άρρωστος κύλησε ο αιώνας

κι ο ήλιος βγαίνει μισερός

σαν το φτερό της χελιδόνας

που το σακάτεψε ο καιρός

φίλε τρισμακάριστε

των αρίστων άριστε.

των αρίστων άριστε.

Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη

γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς

και στου θανάτου εσύ την όχθη

άφατο δρόμο ακολουθάς

έγγιστε κι ανέγγιστε

των μεγίστων μέγιστε.

των μεγίστων μέγιστε.

Μέγα Σάββατον

Όλα στερέψαν σιγά σιγά.

Τα περιστέρια πετούν αργά

σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς

σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.

Πίσω απ’ τους λόφους τους χαμηλούς

με τους προφήτες και τους τρελούς

στέκουν παράμερα τρία παιδιά

σα γλαροπούλια στην αμμουδιά.

Μες στων καιρών την ανημποριά

διώξε το γρέγο και το βοριά

και ξαναγύρισε ήλιε στη γη

με του θριάμβου σου την κραυγή.

** Το έργο ήταν αφιερωμένο από τον Νίκο Γκάτσο στον Μανώλη Μητσιά και μέχρι σήμερα ήταν αμελοποίητο. Ο Γκάτσος έγραψε τα κείμενα τη δεκαετία του ’80, προκειμένου να μελοποιηθούν από τον Μάνο Χατζιδάκι, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μελοποίησε το κείμενο και συνέθεσε ένα μουσικό έργο χρησιμοποιώντας ως λιμπρέτο το πρωτότυπο γνήσιο κείμενο του Νίκου Γκάτσου.